Η Θεσσαλονίκη δεν θα έπρεπε να λέγεται πλέον Θεσσαλονίκη. Αφγανιστούπολη θα έπρεπε να λέγεται. Στα καλύτερά μας πεζοδρόμια μαντήλια και τσεμπέρια ανεμίζουν, πραμάτειες του χειρίστου είδους εκτίθενται μπροστά από ευπρεπή καταστήματα, δημοτικά πάρκα στο κέντρο, τα οποία είχαν αποκτήσει λίγους καλούς πρασίνους τόνους, ερημώθηκαν. Τη στιγμή όπου η πόλη μας βάδιζε προς μια ευπρεπή εμφάνιση, επήλθε η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότητα και έστησαν βάναυσο χορό στα πλέον πολυσύχναστα ευπρεπή μέρη της.
Την ευθύνη για όλα αυτά δεν την έχουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που διαπράττουν τις παραπάνω ασχημίες. Αυτοί όπως ήξεραν και όπως μπορούσαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα της τάξης, δεν μπορούν να την εκδηλώσουν, αγνοώντας δε την έννοια του καλού δεν ήταν δυνατό να την φανερώσουν. Την ευθύνη έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι για την υγιεινή, την τάξη, την ευπρέπεια. Άφησαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν από τον ψιλικατσιδισμό, αδιαφορώντας όχι μόνο για την ευπρέπεια, αλλά και για τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια.
Ταυτοχρόνως, με τη μεταβολή των εμπορικών μας οδών σε μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερέστατη την κυκλοφορία των διαβατών και των τροχοφόρων. Αλλά όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν στη Θεσσαλονίκη εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν σ’ αυτήν την πόλη, αν και η μέχρι τούδε μόνιμη κατοικία τους ήταν κάποιο άγνωστο χωριό, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικότερη θέση μαζί με την τάβλα τους, τα τσεμπέρια, τα τσουράπια και τα ζωνάρια τους. Φτάσαμε να γίνουμε πόλη του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος.
Σ. Σηρούς
ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο είναι μια παραλλαγή ενός δημοσιεύματος μεγάλης Αθηναϊκής εφημερίδας στις 3/12/1923, το οποίο έλεγε τα παρακάτω:
«Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισήν της, επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. Ευθύνην δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους διαπράττοντας τας ασχημίας ταύτας. Αυτοί όπως ήξευραν και όπως ηδυνήθησαν έπραξαν. Μη έχοντες το αίσθημα της τάξεως, δεν ηδύναντο να την εκδηλώσουν, αγνοούντες δε την έννοιαν του καλού δεν ηδύναντο να την φανερώσουν. Την ευθύνην έχουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι δια την υγιεινήν, την τάξιν, την ευπρέπειαν. (…) Αφήκαν τους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους να κατακτηθούν υπό του ψιλικατσιδισμού, αδιαφορήσαντες όχι μόνον προς την ευπρέπειαν, αλλά και προς τα συμφέροντα των εμπόρων καταστηματαρχών, οι οποίοι πληρώνουν ακριβά ενοίκια, βαρείς φόρους, μεγάλους δασμούς, ριψοκινδυνεύουν κεφάλαια. Ταυτοχρόνως, διά της μεταβολής των εμπορικών μας οδών εις μπαγιατοπάζαρα κατέστησαν δυσχερεστάτην την κυκλοφορίαν των διαβατών και των τροχοφόρων. (…) Αλλά όπως οι επερχόμενοι σωρηδόν εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εννοούν καλά και σώνει να εγκατασταθούν εις τας δύο ταύτας πόλεις, αν και η μέχρι τούδε μόνιμος κατοικία των ήτο κάποιον άγνωστον χωρίον, παρομοίως όλοι ζητούν να καταλάβουν την κεντρικοτέραν θέσιν μαζί με τον ταβλάν των, με την παράγκαν των, τα συκωτάκια των, τα μπακαλιαράκια των, τα χαλβαδάκια των, τα γαλακτομπουρεκάκια των, τας τσουράπας των και τα ζωνάρια των. Εφτάσαμεν ούτω να γίνωμεν πόλις του Αφγανιστάν, ενώ δεν υπήρχε κανείς λόγος.»