Η επιλογή να συμπορευτώ και να συστρατευθώ με τη Μαρία ήταν προϊόν ωρίμου τηλεπάθειας. Ναι, όπως το διαβάσατε. Κοίταξα μέσα στα μάτια της και είδα την κατάρτισή της, την εργατικότητά της, την χαλκεντέρειά της, τον Κεντέρη να τρέχει στους Ολυμπιακούς αγώνες, το όραμά της, το πρόγραμμά της, το πάθος της, την πίστη της εις μίαν Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, το μεράκι της. Όλα τα είδα με την πρώτη ματιά που ανταλλάξαμε. Βλέμμα που σου μιλάει. Βλέμμα που σαλεύει. Όχι σαν τους άλλους.
Πάω στον Κλεάνθη, τον κοιτάζω στα μάτια, δεν μπορώ να δω τίποτα. Πράσινο το βλέμμα του και καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Κοιτάζω πιο έντονα. Και πάλι τίποτα. Όλα κρυμμένα πίσω από πρασινάδες, οι οποίες προσεχώς θα μεταφυτευτούν στις διαδρομές του δήμου για να τις κάνουν πράσινες.
Πάω στον Λευτέρη, τον κοιτάζω στα μάτια, βλέπω ένα κενό. Καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Το μετέωρο βλέμμα του ροφού που έλεγε κι ο Χάρρυ. Σ’ αυτήν τη ματιά επιβεβαιωνόταν το άπειρο.
Πάω στον Μίλτο, τον κοιτάζω στα μάτια, ένα μήνα έμεινα κρεβατωμένος. Γρίπη, κορονοϊός, αιμορροΐδες, κολικός νεφρού, σκωληκοειδίτιδα. Με μάτιασε ο αθεόφοβος. Χρειάστηκε να έρθει η κυρά μας η μαμή να με ξεματιάσει.
Πάω στον Θανάση, τον κοιτάζω στα μάτια. Καμία άκρη. Ξύλινο το μάτι του. Πού να δεις μέσα;
Πάω στον Θόδωρο, προσπαθώ να τον κοιτάξω στα μάτια, αλλά δεν μπορώ να δω τίποτα από τα δάκρυα. Θα προσπαθήσω να τον κοιτάξω στα μάτια όταν σταματήσουν τα δάκρυα.
Μαρία και πάλι Μαρία. Ματιά που μιλάει και λέει πολλά. Ματιά που σε κάνει να τραγουδάς:
«Μέσ’ απ’ τα μάτια σου γεννήθηκε
ένας καινούριος κόσμος.
Οι χτεσινές οι λύπες μου με κάνουν και γελώ.
Μέσ’ απ’ τα μάτια σου φτερούγιζε
κάθε κρυφός μου πόνος.
Ο χρόνος πάλι γιάτρεψε τον πιο πικρό καημό».
Τσάρλυ