Αφού χόρεψε ζεϊμπέκικο δημοσία θέα η κυρία, καμιά δεκαριά μέρες μετά την τραγωδία, θεώρησε σκόπιμο στο τέλος του χορού να βαυκαλιστεί για το πόσο καλή χορεύτρια ζεϊμπέκικου είναι, λέγοντας σ’ αυτούς που τη χειροκροτούσαν ότι αφιερώνει το χορό της σ’ αυτούς που λένε πως το ζεμπέκικο δεν είναι για εμάς τις γυναίκες.
Ας ξεπεράσουμε τους λόγους για τους οποίους έλεγαν πως ζεϊμπέκικο χορεύουν μόνο οι άντρες και δεν χορεύουν οι γυναίκες, γιατί δεν ήταν έτσι ακριβώς αφού κάποιες γυναίκες χόρευαν ζεμπέκικο, κάποιες μάλιστα χόρευαν εξαιρετικά. Το πρόβλημα δεν είναι που είναι γυναίκα και χόρεψε ζεϊμπέκικο. Το πρόβλημα είναι ακριβώς το ίδιο με το αν χόρευε με τον ίδιο τρόπο το ζεϊμπέκικο ένας άντρας.
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη (Διονύσης Χαριτόπουλος, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 14/09/2002).
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. (Διονύσης Χαριτόπουλος, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 14/09/2002).
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει» (Διονύσης Χαριτόπουλος, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 14/09/2002).
Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο. Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει (Διονύσης Χαριτόπουλος, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 14/09/2002).
Ο χορός που χόρεψε η κυρία για να ανταγωνιστεί άντρες που χορεύουν με τον ίδιο τρόπο ζεϊμπέκικο, δεν ήταν ζεϊμπέκικος αλλά φιγουρατζίδικος ή καλύτερα πανηγυρτζίδικος! Το μόνο που έλειψε να κάνει για να ξεπεράσει κάποιους πανηγυρτζήδες άντρες ήταν να σηκώσει με τα δόντια κάποιο τραπέζι ή να χορεύει με ποτήρι στο μέτωπο για να ξεφύγει ο χορός από τα πανηγύρια και να φτάσει μέχρι το τσίρκο.
Όποια θέλει να παραστήσει την καλή χορεύτρια ή όποιος θέλει να παραστήσει τον καλό χορευτή, ας χορέψει βαλς. Όχι να αγκαλιαστούνε και να κουνιούνται πέρα δώθε. Να χορέψουν κανονικά βαλς και να τους χειροκροτήσουμε. Αλλά να χορεύουν ζεϊμπέκικο σαν να πατάνε σταφύλια και στο τέλος να βγάζουν και λόγο για να πούνε πόσο φοβερά και τρομερά χόρεψαν και πως ξεπέρασαν σε χορευτικές ικανότητες τους υπόλοιπους, δεν τους καθιστά καλούς χορευτές αλλά διασκεδαστές, για να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη κλόουν και προσβάλω τους κλόουν.
Σ.