Κάθομαι και τρώω σε μπουγατσατζίδικο. Εκείνην την ώρα δεν έχει κόσμο. Μόνο εγώ κάθομαι σ’ ένα τραπέζι.
Έρχεται ένας κύριος γύρω στα 75 με 80 με πάρα πολλά κιλά σωματικού βάρους, παραγγέλνει δύο, τρεις, πέντε μερίδες και κάθεται στο τραπέζι που είναι μπροστά μου, ενώ είχε τόσα τραπέζια που βρίσκονταν σε καλύτερη θέση.
Έρχεται η παραγγελία του και αρχίζει να πλαταγίζει τα χείλη, τη γλώσσα του και ότι άλλο είχε εύκαιρο μέσα στο το στόμα του για πλατάγισμα, νομίζω και τη μασέλα του. Ταυτόχρονα ρουφούσε τη μπουγάτσα σαν σούπα και μετά ρουφούσε το φαγητό που είχε απομείνει στη μασέλα του. Ευτυχώς είχε κάτσει με πλάτη σ’ εμένα.
Άνοιξε η όρεξή μου από αυτήν την πανδαισία ήχων και θέλησα να παραγγείλω δύο, τρία ταψιά μπουγάτσα. Δεν πρόλαβα όμως γιατί με πρόλαβε ο κύριος ο οποίος ζήτησε μισή μερίδα μπουγάτσα με κιμά, μάλλον για επιδόρπιο. Για να τη ζητήσει σηκώθηκε, επειδή μάλλον βιαζόταν να φάει το επιδόρπιο, και όταν ξανακάθισε αποφάσισε να κάτσει με πρόσωπο σ’ εμένα, προφανώς για να απολαύσω και την εικόνα και να μην μείνω μόνο με τους ήχους.
Βλέποντας το πρόσωπό του, τον αναγνώρισα αμέσως. Ήταν ο κύριος με τον οποίο έβαλαν στο ίδιο τραπέζι του εστιατορίου τον Αντωνάκη Κοκοβίκο και όταν ο καλός κύριος ρουφώντας τη σούπα του είπε «Εμένα μου λέτε κύριε, δράμα τα εστιατόρια», ο Αντωνάκης του απάντησε «Μόνο δράμα; Και αηδία κύριε», βάζοντας μπροστά του την εφημερίδα ώστε μόνο να τον ακούει να ρουφάει τη σούπα και όχι να τον βλέπει.
Δεν είχα πρόχειρη εφημερίδα κι έτσι χαλάρωσα και απόλαυσα αυτήν την πανδαισία ήχων και εικόνων.
Β. Τριαντ.