Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Παντού χθες μύριζε τσίκνα…

Τσικνοπέμπτη του κορωνοϊού χθες και παντού μύριζε τσίκνα. Όλος ο κόσμος έψηνε και γλεντούσε. Το άκουσα από εδώ, το άκουσα από εκεί, κόντεψα να το πιστέψω και βγήκα να περπατήσω να βρω την τσίκνα γιατί στο σπίτι μου δεν ερχόταν από πουθενά. Περπάτησα αρκετά, τσίκνα πουθενά. Ούτε και βρήκα πουθενά να γλεντάνε, ούτε και άκουσα από πουθενά μουσικές.

Τσικνοπέμπτη για κλάματα, μαύρη τσικνοπέμπτη. Τίποτα δεν ήταν όπως τα προηγούμενα χρόνια, κανένας ή σχεδόν κανένας δεν είχε διάθεση, ακόμα και το τσίκνισμα όπου γινόταν, αν γινόταν, γινόταν μηχανικά. Μια καταθλιπτική τσικνοπέμπτη, μια πρωτοφανής τσικνοπέμπτη, μια νοσηρή κατάσταση, μια νοσηρή ατμόσφαιρα.

Τελείωσα το περπάτημα και γύρισα στο σπίτι. Στρωθήκαμε δύο άτομα να πιούμε ένα τσίπουρο. Ούτε το τσίπουρο δεν πήγαινε κάτω και πώς να πάει κάτω στο άκουσμα των νέων κρουσμάτων, των διασωληνομένων στις ΜΕΘ και των νεκρών, πώς να πάει κάτω αφού και την επόμενη μέρα πάλι ίδιους και χειρότερους αριθμούς θα ακούμε. Αφήσαμε το τσίπουρο και πιάσαμε τον καφέ. Ο καφές της παρηγοριάς ταίριαζε στη σκέψη της επόμενης ημέρας του κορωνοϊού που δεν θα είναι λαμπρή, αλλά θα είναι χειρότερη από τη σημερινή.

Καρ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΑ